- εφορείο(ν)
- το финансовая инспекция (учреждение)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφορείο — το (Α ἐφορεῑον) [έφορος] νεοελλ. 1. το εφορειακό κατάστημα, η εφορεία 2. το γραφείο τών εφόρων στα σχολεία τού υπόδουλου ελληνισμού αρχ. κτήριο στην αγορά τής αρχαίας Σπάρτης, όπου συνέρχονταν οι έφοροι … Dictionary of Greek
έφοροι — Συμβούλιο των ανώτατων αρχόντων της αρχαίας Σπάρτης. Ο θεσμός υπήρχε και σε άλλες δωρικές πόλεις, όπως η Θήρα, η Κυρήνη, η Μεσσήνη και η Ηράκλεια της Ιταλίας. Οι έ., πού ήταν συνολικά πέντε, ασκούσαν συλλογικά τα καθήκοντά τους (συναρχία), είχαν… … Dictionary of Greek